δημοσιογραφώ

δημοσιογραφώ
(ε) αμετ. заниматься журналистикой; писать в газетах, журналах

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "δημοσιογραφώ" в других словарях:

  • δημοσιογραφώ — δημοσιογραφώ, δημοσιογράφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δημοσιογραφώ — ( έω) 1. είμαι δημοσιογράφος 2. δημοσιεύω συνεργασία σε εφημερίδα ή σε περιοδικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημοσιογράφος. Η λ. μαρτυρείται στον Νικ. Σαρίπολο] …   Dictionary of Greek

  • δημοσιογραφώ — δημοσιογράφησα, έχω ως επάγγελμα τη δημοσιογραφία ή δημοσιεύω γραπτό μου στον τύπο: Δημοσιογραφεί εδώ και τριάντα χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»